συγκατάρχω

συγκατάρχω
Α
1. κυβερνώ από κοινού, συγκυβερνώ
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συγκατάρχων
(για τον Πατέρα και τον Υιό) συνάρχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατάρχω «εξουσιάζω, κυβερνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”